μισότριβος

μισότριβος
-η, -ο
1. που δεν έχει τριφτεί τελείως, μισοφθαρμένος: Μισότριβο ύφασμα.
2. ως ουσ., μισότριβος, ο θηλ. άνθρωπος μέσης ηλικίας: Είναι μισότριβη και πάσχει από ρευματικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μισότριβος — η, ο 1. τριμμένος κατά το ήμισυ, εν μέρει, σχεδόν φθαρμένος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μισότριβος, η μισότριβη α) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας, μεσόκοπος β) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας που ρέπει σε έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ημιτριβακός — ἡμιτριβακός, ή, όν (Μ) μισότριβος, μισοτριμμένος, μισολειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τριβακός (< τρίβω) «φθαρμένος, τριμμένος»] …   Dictionary of Greek

  • μεσότριβος — η, ο βλ. μισότριβος …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”